πραγματώνομαι

πραγματώνομαι
πραγματώνομαι, πραγματώθηκα, πραγματωμένος βλ. πίν. 4
——————
Σημειώσεις:
πραγματώνω, πραγματώνομαι : έχει στενότερη έννοια σε σχέση με το πραγματοποιώ.
Χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει πραγματοποίηση στόχων, επιδιώξεων κτλ.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • πραγματώνω — πραγματώνω, πραγμάτωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: πραγματώνω, πραγματώνομαι : έχει στενότερη έννοια σε σχέση με το πραγματοποιώ. Χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει πραγματοποίηση στόχων, επιδιώξεων κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”